μελοποίηση

μελοποίηση
η
η σύνθεση μουσικής για πεζό ή ποιητικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. μελοποίησις, μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελοποίηση — η μουσική σύνθεση για πεζό ή ποιητικό έργο: Τη μελοποίηση του ποιήματος ανέλαβε ένας διάσημος μουσικοσυνθέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατραγούδητος — και διστος, η, ο 1. αυτός που δεν τραγουδήθηκε ή που δεν έγινε τραγούδι («ατραγούδιστο παλληκάρι») 2. που δεν ταιριάζει να τραγουδηθεί 3. (στίχος) που δεν επιδέχεται μελοποίηση …   Dictionary of Greek

  • τε ντέουμ — το, Ν μουσ. η μελοποίηση τού εκκλησιαστικού ύμνου Te Deum Laudamus …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κρόκος, Γεώργιος — (Χίος 1916 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μαράσλειο Ακαδημία, στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Εθνικό Ωδείο (Βυζαντινή Μουσική) και στο Ωδείο Αθηνών (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Λάλας, Δημήτριος — (Μεγάροβο Μακεδονίας 1848 – Μοναστήρι 1911). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου υπήρξε μαθητής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και ένας από τους βοηθούς του κατά την πρώτη διδασκαλία του μελοδράματος Το… …   Dictionary of Greek

  • Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη …   Dictionary of Greek

  • Μικρούτσικος, Θάνος — (Πάτρα 1947 –). Μουσικοσυνθέτης και πολιτικός. Παρακολούθησε μουσικές σπουδές στην Φιλαρμονική Εταιρία Πατρών και στο Ελληνικό Ωδείο, ενώ σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μπήκε στον χώρο της μουσικής κατά τη δεκαετία του ‘70… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μπιζέ, Ζορζ — (George Bizet, Παρίσι 1838 – Μπουζιβάλ 1875). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1848. Το 1857 νίκησε, μαζί με τον Σαρλ Λεκόκ, σε ένα διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο Όφενμπαχ για τη μελοποίηση της οπερέτας Le Docteur miracle· τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”